Νειλαία

Νειλαία
Νειλαῑα, τὰ (Α)
βλ. νειλαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νειλαίος — νειλαῑος, αία, ον (Α) [Νείλος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Νείλο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλαῑα εορτή στην Αίγυπτο προς τιμήν τού ποταμού Νείλου, τον οποίο θεωρούσαν ως ευεργέτη τής χώρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”